- παρακόρη
- η1. θετή κόρη.2. υπηρέτρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρακόρη — η 1. θετή κόρη, ψυχοκόρη 2. νεαρή κόρη που βοηθά τη νοικοκυρά στις δουλειές τού σπιτιού και κατοικεί μέσα στο σπίτι, υπηρέτρια … Dictionary of Greek
καυχίτσα — καυχίτσα, ἡ (Μ) 1. κόρη 2. παρακόρη, δούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύχα + υποκορ. κατάλ. ίτσα] … Dictionary of Greek
καυχοπούλα — καυχοπούλα, ἡ (Μ) παρακόρη, δούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύχα + πούλα (πρβλ. βοσκο πούλα, πριγκιπο πούλα)] … Dictionary of Greek
κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παραπαίδι — το 1. θετό παιδί 2. παραγιός ή παρακόρη … Dictionary of Greek
παρά — Α. Ως πρόθεση συντάσσεται πάντοτε με αιτιατική και σημαίνει: 1. αφαίρεση, πλην: Είναι η ώρα πέντε παρά τρία λεπτά. 2. εκτός από: Δε θα δεχτώ τίποτε παρά μόνο ένα γλυκό, για να μη σας προσβάλω. Β. Ως σύνδεσμος σημαίνει ή χρησιμοποιείται: 1. αντί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχοκόρη — η θετή κόρη, παρακόρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)